- υγρασία
- η / ὑγρασία, ΝΜΑ [υγράζω]η κατάσταση τού υγρού, υγρότητανεοελλ.1. (μετεωρ.) η ποσότητα τών υδρατμών που περιέχονται στον ατμοσφαιρικό αέρα2. (κλιματολ.) α) η ποσότητα τών ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτωνβ) ο λόγος κατακρημνισμάτων-εξάτμισης3. φυσ.-χημ. το νερό που έχει διασπαρεί σε ένα αέριο υπό μορφή υδρατμών ή μικρών σταγονιδίων ή το νερό που έχει διασπαρεί σε ένα στερεό ή έχει συμπυκνωθεί στην επιφάνεια του3. η υγρότητα που παρατηρείται σε μια επιφάνεια ή σε έναν χώρο («το σπίτι έχει υγρασία»)4. τα σταγονίδια νερού που σχηματίζονται στους πόρους αγγείου ή τοίχου5. φρ. α) «απόλυτη υγρασία»(μετεωρ.) η μάζα, εκφρασμένη σε γραμμάρια, τών υδρατμών που περιέχονται σε ένα κυβικό μέτρο αέραβ) «ειδική υγρασία»(μετεωρ.) η μάζα, εκφρασμένη σε γραμμάρια, τών υδρατμών που περιέχονται σε ένα χιλιόγραμμο υγρού αέραγ) «σχετική υγρασία»(μετεωρ.) το πηλίκο τής ποσότητας υδρατμών που περιέχεται στη μονάδα όγκου τού αέρα διά τής ποσότητας υδρατμών με την οποία ο ίδιος όγκος αέρα, στην ίδια θερμοκρασία, θα ήταν κορεσμένοςδ) «περιεκτικότητα υγρασίας»(τεχνολ.-φυσ.) η ποσότητα νερού που υπάρχει σε ένα υλικό είτε με τη μορφή υγρού είτε με τη μορφή υδρατμώνμσν.-αρχ.το νερόαρχ.(κατ' ευφ.) το ούρο.
Dictionary of Greek. 2013.